- προσηνῇ
- πρός , ἀνά-εἰμίsumpres subj act 3rd sgπρόσ-ἀνίημιsend upaor subj act 3rd sgπρόσ-ἀνίημιsend upaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσηνῆ — προσηνής soft neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσηνής soft masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσηνής soft masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наказатель — НАКАЗАТЕЛ|Ь (8), Ѧ с. Наставник, учитель: вси. наставьника и наказател˫а изборьныхъ приимъше. (καϑηγητήν) ЖФСт XII, 52 об.; оч҃е вѣрныхъ кн҃зь. наказателю стадъ свои(х). МинПр XIII–XIV, 71; да всѧ приобрѧщеть собѣ. ибо ч(с)тнѹ подобаѥть быти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κτίλος — κτίλος, ον (AM) ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.) αρχ. 1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλος το κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου 3. φρ. «κτίλα ὤεα» πιθ.… … Dictionary of Greek
προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… … Dictionary of Greek